- καθαμερία
- καθᾱμερίᾱ , καθημέριοςday by dayfem nom/voc/acc dual (doric)καθᾱμερίᾱ , καθημέριοςday by dayfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθημέριος — καθημέριος, δωρ. τ. καθαμέριος, ία, ον (Α) 1. καθημερινός 2. σημερινός, τωρινός, ο κατά τούτη την ημέρα («νῡν σε μοῑρα καθαμερία φθίνειν ἔχει», Σοφ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) καθημέριον καθημερινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ ἡμέραν»] … Dictionary of Greek